-
1 ἐμμένω
A , etc.: [tense] pf.ἐμμεμένηκα Th.1.5
:— abide in a place,πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν E.Fr.362.12
; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.Ec. 1120;ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.2.23
, cf. X.An.4.7.17, Epist.Phil. ap. D.12.22: abs., Th.8.31.2 abide by, stand by, cleave to, be true to, c. dat.,τοῖς ὁρκίοις Hdt.9.106
; , etc.;τῷ κηρύγματι S.OT 351
; ;ἐ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς Th.5.18
, cf. Isoc.7.81;τοῖς νόμοις X.Mem.4.4.16
;τῷ τιμήματι Pl.Ap. 39b
;τῇ δμολογίᾳ Id.Tht. 145c
, etc.; ἐ. τοῖς Καρχηδονίοις remain constant to them, App.Hisp.24; ἐ. ἐν ταῖς σπονδαῖς τὸν ἐνιαυτόν Indut. ap. Th.4.118;ἐν τῇ τάξει Pl.Lg. 844c
;ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Isoc.9.89
: abs., stand fast be faithful, E.Ph. 1241, PTeb.382.22 (i B.C.).3 of things, remain fixed, stand fast, hold good, ; μάλα μοι τοῦτ' ἐμμένοι may it remain fixed in my mind, A. Pr. 534 (lyr.); εἴ σφι ἔτι ἐμμένει [ἡ φιλίη] Hdt.7.151; ;ἐ. ὁ νόμος Pl.Lg. 839c
;ἐὰν.. [ὁ λόγος] ἐμμένῃ Id.Phdr. 258b
; τὸ σιδηροφορεῖσθαι τοῖς ἠπειρώταις ἐμμεμένηκεν continued as a custom, Th.1.5.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский